-
1 συνεχής
συνεχής, ές,I of Space, continuous, Parm. 8.6,25, Arist.Metaph. 1069a5, Ph. 200b18, al.; of quantity, opp. διωρισμένος, Id.Cat. 4b20;σ. νῶτον Pl.R. 616e
; συνεχὲς ποικίλον a continuity of variety, Id.Phd. 110d;σ. οἰκήματα Th.3.21
.b c. dat., continuous with or contiguous to, in a line with, Hdt.4.22, E.Hipp. 226 (anap.), Arist.Mete. 339a22, Mu. 392a23, etc.: less freq. c. gen., ib. 393a29 (s. v.l.);τομαὶ σ. ἀπὸ μιᾶς μέχρι τῶν δέκα Pl.Lg. 738a
: abs.,σ. ἦσαν Κίλικες Plb.30.25.4
, cf. Str.11.6.2.2 of words, etc.,ξ. ῥῆσις Th.5.85
;πᾶς ὁ σ. λόγος Plb.1.5.5
; τούτῳ συνάπτοντες τὸ ς. Id.3.3.2; τὸ ς. connexion of letters, Plu.Lys.19: c. dat.,λόγος σ. τῷ νυνδὴ γενόμενος Pl.Ep. 318e
;σκέψις σ. τοῖς πρότερον Thphr.CP 6.3.3
.3 Math., of proportions, σ. ἀναλογία continued proportion (opp. διῃρημένη), i.e. three terms in geometrical progression, Arist.EN 1131a33, Archim.Aequil.2.9;κατὰ τὸ σ. ἀνάλογον Id.Sph. Cyl.2.5
, etc.b successive, of integers as terms in a series, Theol.Ar.54; of middle terms in argument, Arist.APo. 87b6.4 of things, continuous, conjoined, Id.HA 509b13, etc.; folld. by a Prep., σ. πρός τι ib. 495b20; of substance, clinging, dense,τὸ γλίσχρασμα [τῆς πτισάνης] λεῖον καὶ ς... ἐστι Hp.Acut.10
, cf. Gal. 6.822; ἀήρ, ἔλαιον, Plu.2.396a,696b; τὸ πυκνὸν καὶ ς. ib.701f; [γάλα] λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ σ. ἑαυτῷ Sor.1.91
.II of Time, continuous, unintermitting, σ. πυρετός, opp. διαλείπων, Hp.Aph.3.21; sts. distd. from σύνοχος πυρετός, Anon. ap. Gal.17(1).220;σ. καύματα καὶ πυρετούς Pl. Ti. 86a
; [ θερμότης] Thphr.Ign.33;κίνησις Id.Lass.15
;πόνος -έστερος Th.7.81
; πόλεμος διὰ βίου ς. Pl.Lg. 625e; συνουσία, βασιλεία, X.Smp.8.18 ([comp] Comp.), Ages.1.4;πότοι Men.914
, cf. Sophil. 3;σ. κακοπαθίαι OGI244.12
(Daphne, ii B.C.); σ. γίνεσθαι, πνεῖν, of winds, Arist.Mete. 362a11,26, Thphr.Vent.1;τὸ ἀκρίτως ξ. τῆς ἁμίλλης Th.7.71
; τὸ σ. ἔργου (prob. for ἔργον) Anaxandr.63; τοῦ δήμου τὸ ς. continuous intercourse with.., Plu.Per.7; κατὰ τὸ ς. continuously, Plb. 2.2.7; consecutively, in what follows, Gal.15.116; ἐκ τούτου κατὰ τὸ ς. immediately after that, ib.902.2 frequent, τῶν ὀρνίθων ἥκιστα σ. καὶ συνήθης [ὁ γύψ] Plu.2.286a;λουτροῖς συνεχέσι χρῆσθαι Sor.1.65
; χάσμη ς. ib.24; - εστέρα ἔστω ἡ ἐκμύζησις ib.97.III of persons, constant, persevering, X.Oec.21.9;ἐν ταῖς.. πρὸς τὰ πάθη διαμάχαις Plu.2.74c
; cf. Poll.4.20, 6.147.I mostly of Time, continually, continuously, unremittingly, Hes.Th. 636, Hdt. 7.16.γ, E.IA 1008, IG12.57.54, etc.;ξ. πολεμεῖν Th.2.1
, cf. 1.11, 5.24, Antipho 6.44;συνεχέως αἰεί Hdt.1.67
, cf. Pl.Lg. 706a; ἀεὶ ς. ib. 807e; οἱ σ. ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐφεξῆς γενόμενοι (v.l. γιν-)λιμοί Gal.6.749
: [comp] Comp.- έστερον A.D.Pron.65.17
: [comp] Sup.- έστατα X.Mem.4.2.6
.b without leaving an interval, immediately,ἐπίθυε.., καὶ λέγε τὸν λόγον συνεχῶς τὸν τῆς ἐπικλήσεως PMag.Par.1.1865
, cf. BGU451.15 (i/ii A.D.), PFlor.332.18 (ii A.D.);δίδοται πρὸς τὰ θανάσιμα σ. πινόμενον καὶ ἐξεμούμενον Dsc.1.30
; βδέλλας καύσας καὶ λεάνας χρῶ σ. προεκτίλας (sc. superfluous eyelashes) Aët.7.69.c at frequent intervals,ἵνα μὴ σ. λούηται τὸ βρέφος Sor.1.99
; μελίκρατον σ. ἐνστάζομεν ib. 123; τὰ βρέφη -έστερον ἐξερᾷ [τὸ γάλα].. ναυτιῶντα ib. 109;ποτίζων -έστερον ἐκ διαστημάτων Gp.10.18.5
; - έστερον, = saepius, Gloss.; - έστατα, = saepissime, ib.2 freq. with Numbers, in succession, consecutively, ὁρμαθοὺς μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξ. Ar.Ra. 915; ἡμέρας ἑβδομήκοντα ξ. Th.2.75; μῆνας ὀκτὼ ς. Ephipp.5.15 (anap.); similarly, οὐ σ. ἐφεξῆς ἐν τάξει πεποιημένος [τὸν λόγον] Gal.15.496.3 rarely of Space,σ. εἶναι πᾶσαν οἰκουμένην Arist.Mete. 362b29
;σ. μέχρι.. Plb.2.14.6
.II συνεχές as Adv. freq. in [dialect] Ep., as Il.12.26; strengthd., σ. αἰεί unceasing ever, Od.9.74; also in Pi. I.4(3).65(83), Ar.Eq.21, and freq. in later [dialect] Ep., Arat.20, Call.Ap.60, etc.; also in later Prose, Luc.Somn.4, D.L.2.32, al. [σῡνεχές Hom.
ll. cc. andσῡνεχέως Hes.
l. c., B.5.113, metri gr.; also Theoc.20.12, A.R.1.1271.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεχής
-
2 συνεχης
21) непрерывный, сплошной (sc. ἥ κίνησις Arst.)λόφοι συνεχεῖς Plut. — сплошная гряда холмов
2) прилегающий (друг к другу), смежный(οἰκήματα Thuc.)
πύργοις σ. κλιτύς Eur. — прилегающий к замку холм3) непрекращающийся, постоянный(πόλεμος Plat.)
ξυνεχὲς ποικίλον Plat. — нескончаемое разнообразие4) связный(ῥῆσις Thuc.; λόγος Polyb.)
5) плотный, густой(ἔλαιον Plut.)
6) постоянно встречающийся, обыкновенный(ὄρνις Plut.)
7) настойчивый, стойкий, упорный(ἔν τινι Plut.). - см. тж. συνεχές
-
3 συν-εχής
συν-εχής, ές, zusammenhaltend, zusammenhangend, dicht neben einander stehend, gedrängt; ὁ λόγος ξυνεχὴς τῷ νῦν δὴ γενομένῳ, Plat. Ep. III, 318 a; ἐν πόνῳ συνεχεστέρῳ ὤν, Thuc. 7, 81; darauf folgend, ὁ συνεχὴς λόγος, Pol. 1, 5, 5; ἓξ πύργους τοὺς συνεχεῖς τῷ προειρημένῳ κατέβαλον, 1, 42, 9, u. öfter; τὸ συνεχές, die Reihenfolge, öfter, u. a. Sp. – Von der Zeit, anhaltend, ununterbrochen, unaufhörlich; ὅτι πόλεμος ἀεὶ πᾶσι διὰ βίου ξυνεχής ἐστι, Plat. Legg. I, 625 e; ξυνεχῆ καύματα καὶ πυρετοὺς ἀπεργάζεται, Tim. 86 a, u. öfter; ὅπως μὴ ξυνεχεῖ ῥήσει ἀπατηϑῶσι, Thuc. 5, 85. Am gewöhnlichsten adverbial, συνεχές, ὗε δ' ἄρα Ζεὺς συνεχές, Il. 12, 25; συνεχὲς αἰεί, Od. 9, 74; φλὸξ συνεχὲς παννυχίζει, Pind. I. 3, 83; λέγε δὴ μόλωμεν ξυνεχές, Ar. Equ. 21; auch ξυνεχῶς, Ran. 913, wie Eur. I. A. 1008; u. συνεχέως, Hes. Th. 636 u. öfter; συνεχέως αἰεί, Her. 1, 67, wie Plat. Legg. IV, 706 a, ὅτῳ ἂν συνεχῶς ἀεὶ καλόν τι ξυνέσπηται μόνον, u. Thuc. 1, 11. 5, 24; ὡς συνεχέστατα ποιεῖν, Xen. Hem. 4, 2, 6; κατὰ τὸ συνεχές, Pol. 3, 2, 6 u. öfter; συνεχὲς ἀνολολύζων, Luc. somn. 4. – [Bei Hom. u. Hes. ist die erste Sylbe von συνεχές u. συνεχέως durch die Arsis lang, ohne daß das ν verdoppelt wird, was spätere Epiker nachahmen, Ap. Rh. 1, 1271; Theocr. 20, 12; vgl. Schol. Il. 12, 26.]
-
4 συχνός
συχνός, adv. συχνῶς (gew. von συνεχής durch Metathesis abgeleitet), 1) von der Zeit, anhaltend, während, ununterbrochen; χρόνος, Her. 8, 52; vgl. Plat. Phaed. 37 a; συχνὸν ἐκεῖ διέτριψα χρόνον, Phaedr. 227 a; συχνῷ χρόνῳ ὕστερον, Xen. An. 1, 8, 8, wie Plat. Gorg. 518 d. – 2) gew. häufig, reichlich; οὐσία, Ar. Plut. 754; zahlreich, viel, Her. πόνοι, 6, 108, ἐν τῇ Χερσονήσῳ πόλιες συχναὶ ἔνεισι, 6, 33, u. oft; Thuc. 4, 106 u. sonst; συχνῶν γέμουσα κακῶν πολιτεία, Plat. Rep. VIII, 544 c u. oft; λόγος, eine ununterbrochene, fortlaufende Rede, im Ggstz zu den kurzen Sätzen des Gesprächs, Gorg. 519 d Theaet. 158 e Soph. 217 d; τὸ πολίχνιον συχνὸν ποιεῖν, das Städtchen volkreich machen, Rep. II, 370 d. – Adv. συχνῶς, auch συχνῷ = πολλῷ, z. B. βελτίονα συχνῷ, Plat. Legg. VI, 761 d; νεώτερος ἐμοῦ καὶ συχνῷ, Dem. 39, 27; u. συχνόν, wie συχνὸν διαμαρτάνεις, Plat. Phaedr. 257 c; Polit. 276 c; συχνὸν ἀπ' ἀλλήλων, in ununterbrochener Reihe Einer neben dem Andern, Xen. An. 1, 8, 10; auch συχνά, Plat. Phil. 59 b.
-
5 συνάπτω
I in physical sense, Χειρὶ Χεῖρα, of dancers, Ar.Th. 955 (lyr.); ξ. καὶ ξυνωρίζου Χέρα, in sign of friendship. E.Ba. 198, cf. IA 832, Pl.Lg. 698d; ἰδού, ξύναψον (sc. τὴν Χεῖρα) E.Ph. 106; but σ. Χεῖρέ τινος ἐν βρόχοις bind them fast, Id.Ba. 615 (troch.), cf. 546 (lyr.); ξ. πόδα, σ. ἴχνος τινί, meet him, Id. Ion 538 (troch.), 663;πόδα ἐς ταὐτὸν ὁδοῦ Id.Ph.37
; δρόμῳ ς. meet in full career, ib. 1101; ξ. κῶλον τάφῳ approach the grave, Id.Hel. 544;φόνος ξ. τινὰ γᾷ Id.Ph. 673
(lyr.); ξ. βλέφαρα κόραις close the eyes, Id.Ba. 747; στόμα ς. kiss one, Id.IT 375; κακὰ κακοῖς ς. link misery with misery, Id.HF 1213 (lyr.); κακὰ ξ... τινί link him with misery, Id.Med. 1232; prov., σ. λίνον λίνῳ join thread to thread, i.e. compare things of the same sort, Stratt.38, Pl.Euthd. 298c, Arist.Ph. 207a17, cf. Sch.Pl.l.c.; also δύ' ἐξ ἑνὸς κακὼ ς. E.IT 488, cf. Hipp. 515; κοινὴν ξ. δαῖτα παιδί share with him a common meal, Id. Ion 807 (troch.).2 metaph. of combination in thought,σ. αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα Pl.R. 588d
;σ. ἐν τοῖς λόγοις Id.Sph. 252c
;ἔχουσί τι κοινὸν [αἱ ἀρχαὶ] τὸ συνάπτον αὐτάς Arist.Fr.17
;εἴ τι σ. ἢ ἀφαιρεῖ ἡ διάνοια Id.Metaph. 1027b32
(διαιρεῖ Alex.Aphr.
); ἀδύνατα ς. Id.Po.1458a27, cf. Phld.Sto.Herc.339.13;σ. τὸ γίγνεσθαί θ' ἅμα καὶ τὴν τελευτὴν τοῦ βίου Alex.149.18
; σ. μηχανήν frame a plan, A.Ag. 1609, cf. E.Hel. 1034; σ. ὄναρ εἴς τινα connect it with him, refer it to him, Id.IT[59];σ. λόγον πρός τι D.60.12
;πρὸς τὸ ἄκρον οὐ σ. τὸν συλλογισμόν Arist. APr. 69a18
; σ. ἀλλήλοις τό τ' ἐκστάντες καὶ τὸ ὀξέως" take together, Gal.16.547; συνῆψε τὸν λόγον he continues as follows, Id.15.148; but σ. τὸν λόγον, abridge, Theopomp.Com.22: c. acc. et dat., associate with or attribute to,τί τινι Epicur.Nat.11.9
, Sent.Vat.39, Demetr.Lac.Herc.1055.15, cf. Phld.Sign.20:—[voice] Pass.,συνάπτεται ἕτερον ἐξ ἄλλου Pl.Sph. 245e
, cf. Phd. 60b (v.l.), Epicur.Ep.2p.37U., Nat.28.11; of the words of a sentence,συνάπτεσθαι ἀλλήλοις Gal. 16.546
.II with regard to persons,1 in hostile sense, σ. τὰ στρατόπεδα εἰς μάχην bring them into action, Hdt.5.75; ἐλπὶς.. ἣ πολλὰς πόλεις συνῆψε has engaged them in conflict, E.Supp. 480; so συνῆψε πάντας ἐς μίαν βλάβην involved them in.., Id.Ba. 1303; for S.Aj. 1317, v. συλλύω 11.b σ. μάχην join battle, Hdt.6.108;στρατεύματι A.Pers. 336
, cf. E.Heracl. 808;σ. πόλεμον πρός τινας Th. 6.13
;συνάψαι πόλεμον Ἕλλησιν μέγαν E.Hel.55
, cf. Hdt.1.18;τοῖς σοφοῖς εὐκτὸν σοφῷ ἔχθραν συνάπτειν Id.Heracl.459
;σ. ἀλκήν Id.Supp.683
; also (without μάχην), engage, Hdt.4.80, cf. Ar.Ach. 686 (troch.);σ. συνάψεις LXX 4 Ki.10.34
;σ. φασγάνων ἀκμάς E.Or. 1482
(lyr.); ; οὐκ εὐθὺς συνῆψε τὰς ἀπορίας has not immediately rejoined by stating the difficulties, Procl. in Prm.p.533 S.: abs., approach, make contact, Plu.Tim.25:—[voice] Pass.,μοι πρός τινας νεῖκος συνῆπτο Hdt.7.158
, cf. 6.94.2 in friendly sense, σ. ἑαυτὸν εἰς λόγους τινί enter into conversation with him, Ar.Lys. 468 (cf. infr. B.11.1);φιλία σ. τοὺς καλούς τε κἀγαθούς X.Mem.2.6.22
:—[voice] Pass., παλλακαῖς συνημμένος, of Aristotle, App.Anth.5.11.b c. acc. rei,σ. μῦθον E.Supp. 566
;σ. ὅρκους Id.Ph. 1241
;κοινωνίαν X.Lac.6.3
;φιλίαν πρός τινα D.H.19.13
, cf. 2.30; freq. in E., σ. τινὶ γάμους, λέκτρα, κῆδος, form an alliance by marriage, Ph. 1049 (lyr.), 49, Andr. 620, etc.; ;τὸν ἔρωτα τῇ κούρῃ Aret.SD1.5
:—in [voice] Med., κῆδος ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός get one's daughter married, Th. 2.29:—[voice] Pass.,οἱ γάμοι συνήφθησαν PLips.41.7
(iv A.D.);ᾧ συνήφθην ἐκ παρθενίας PSI1.41.5
(iv A.D.); συναφθεῖσά μοι ὡς γαμετή,.. συνήφθην σοι πρὸς γάμου καὶ βίου κοινωνίαν, PMasp.153.5,8 (iv A.D.);μὴ πρὸς γάμον ἡ παῖς καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη Chor. p.227
B.III Math., esp. in [tense] pf. [voice] Pass., ὁ λόγος συνῆπται ἔκ τε τοῦ.. καὶ τοῦ.. the ratio is compounded of.., Archim.Sph.Cyl.2.4, al.; ἀναλογία συνημμένη continued proportion (cf.συνεχής 1.3
), Nicom.Ar.2.21; συνημμένη μεσότης geometric mean, ibid.2 in Music, συνημμένα τετράχορδα conjunct tetrachords, Plu.2.1029a; ἡ συνημμένων νήτη ib. 1137c.3 in Logic, συνημμένον ἀξίωμα or τὸ σ., hypothetical proposition as premiss in a syllogism. Chrysipp.Stoic.2.68, Phld.Sign.32, S.E.M.8.109, Gell.16.8.9: pl., Plu.2.43c, Procl. in Prm. p.533 S.; κοῖα συνῆπται; what conclusion follows? Call.Fr.70.3:—cf.συνάρτησις 11
.B intr.:I in local sense, border on, lie next to, ;Τήνῳ συνάπτουσ' Ἄνδρος A.Pers. 885
(lyr.); γεώλοφοι συνάπτοντες [ τῷ ποταμῷ] reaching to.., Plb.3.67.9; .7 (iii B.C.); [τῆς τραχείας ἀρτηρίας] τὸ συνάπτον τῷ στόματι πέρας Gal.6.421
; ποταμοῦ στόμα συνάπτον θαλάττῃ ib.712;αὗται μὲν σ., αἱ δ' ἄλλαι ἀσύναπτοι Arist.HA 516a30
; δύο πόροι εἰς ἓν ς. ib. 508a13; τὰ βράγχια σ. ἀλλήλοις ib. 507a5; ἡ κοιλία σ. πρὸς τὸ στόμα ib. 507a28; of the sides of a cone,πρὸς μίαν κορυφὴν συνάπτειν Thphr.Vert.4
.2 of Time, to be nigh at hand,ὥρα συνάπτει Pi.P.4.247
;σ. πρὸς τὸν Χειμῶνα Hp.Aph.2.25
;συνάψαντος τοῦ Χρόνου Plb.2.2.8
;συνάψαντος τοῦ καιροῦ Id.6.36.1
, etc.3 metaph., σ. ἐν αὐτῇ πάνθ' ὅσα δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν meet together, Arist.EN 1156b18; οὐ σ. [ αὗται αἱ φιλίαι] do not combine, ib. 1157a34; to be connected with, τῷ γένει αἱ ἰδέαι ς. Id.Metaph. 1042a15;σ. πρός τι Id.Pol. 1276a7
, Cat. 4b26, APr. 41a1; attach, Id.HA 580a15; λύπη σ. [ τῷ θεραπεύειν] E.Hipp. 187 (anap.), cf. Chrysipp.Stoic.2.174; ὁ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ will border upon death, Epicur.Fr. 448; σ. εἴς τι have reference to, Thphr.CP6.1.2.II of persons, ξ. λόγοισιν enter into conversation, S.El.21;ἐς λόγους σ. τινί E.Ph. 702
; σ. εἰς Χορεύματα join the dance, Id.Ba. 133 (lyr.); ἐς Χεῖρα γῇ come close to land, Id.Heracl. 429; σ. εἰς τὸν καιρόν come in just at the right time, Plb.3.19.2; σ. τοῖς ἄκροις reach, them, Id.3.93.5, etc.;σ. εἰς Σελεύκειαν Id.5.66.4
;πρὸς τὴν παρεμβολήν Id.3.53.10
, etc.2 τύχα ποδὸς ξυνάπτει (s.v.l., - πτοι Murray) μοι, i.e. I have come fortunately, E.Supp. 1014 (lyr.).3 Astrol., of a heavenly body, to be in conjunction ([etym.] συναφή) with another, Nech. ap. Vett.Val.280.2, Ptol.Tetr.52, PMag. Leid.W.24.15, Man.2.452, Paul.Al.H.1.C [voice] Med., unite for oneself and so form,φιλίαν D.S.13.32
;κῆδος D.C.41.57
; v.supr.A.11.2b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάπτω
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek